ὑποστρόγγυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_18) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποστρόγγῠλος''': -ον, ὀλίγον ἢ κάπως [[στρογγύλος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 5, Διοσκ. 3, 121., 3, 110:, 3. 4, κλπ. | |lstext='''ὑποστρόγγῠλος''': -ον, ὀλίγον ἢ κάπως [[στρογγύλος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 5, Διοσκ. 3, 121., 3, 110:, 3. 4, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑποστρόγγυλος]], -ον, ΝΜΑ [[στρογγυλός]]<br />[[κάπως]] [[στρογγυλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat round, Thphr.HP8.8.5, Dsc.3.4, al., Apollod.Poliorc.178.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστρόγγῠλος: -ον, ὀλίγον ἢ κάπως στρογγύλος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 5, Διοσκ. 3, 121., 3, 110:, 3. 4, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑποστρόγγυλος, -ον, ΝΜΑ στρογγυλός
κάπως στρογγυλός.