φιλοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de la gloire, recherche de la renommée.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόδοξος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de la gloire, recherche de la renommée.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόδοξος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλόδοξος]]<br />η [[ιδιότητα]] του φιλόδοξου, ζωηρή [[επιθυμία]] για [[ανάδειξη]] και [[επικράτηση]], για [[πρόσκτηση]] δόξας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευγενική [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, για την [[πραγμάτωση]] ενός υψηλού στόχου («έχει την [[φιλοδοξία]] να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανία]].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξία Medium diacritics: φιλοδοξία Low diacritics: φιλοδοξία Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: philodoxía Transliteration B: philodoxia Transliteration C: filodoksia Beta Code: filodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of fame or glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.