ταυροφυής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροφυής''': -ές, ὁ ἔχων φυήν, [[ἤτοι]] [[σχῆμα]] ταύρου, Νόνν. Δ. 7. 153.
|lstext='''ταυροφυής''': -ές, ὁ ἔχων φυήν, [[ἤτοι]] [[σχῆμα]] ταύρου, Νόνν. Δ. 7. 153.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει τη [[φύση]] ή τη [[μορφή]] ταύρου («ταυροφυὴς κερόεντι τύπῳ μορφούμένος [[ἀνήρ]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀρνιθο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφῠής Medium diacritics: ταυροφυής Low diacritics: ταυροφυής Capitals: ΤΑΥΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: taurophyḗs Transliteration B: taurophyēs Transliteration C: tavrofyis Beta Code: taurofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A bull-shaped, Nonn.D.7.153.

German (Pape)

[Seite 1074] ές, in Stiergestalt, Nonn. D. 11, 151.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφυής: -ές, ὁ ἔχων φυήν, ἤτοι σχῆμα ταύρου, Νόνν. Δ. 7. 153.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει τη φύση ή τη μορφή ταύρου («ταυροφυὴς κερόεντι τύπῳ μορφούμένος ἀνήρ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ὀρνιθο-φυής].