χενόσιρις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ) :<br />n. égypt. du lierre.<br />'''Étymologie:''' DELG h3n-isr « plante d’Osiris ». | |btext=(ὁ) :<br />n. égypt. du lierre.<br />'''Étymologie:''' DELG h3n-isr « plante d’Osiris ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίριδος, ὁ, Α<br />αιγυπτιακή [[ονομασία]] του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται [[χενόσιρις]] ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτιακό <i>h</i>'-<i>n</i>-<i>ỉsr</i> «[[φυτό]] του Οσίριδος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Egyptian name of
A ivy, Plu.2.365e.
Greek (Liddell-Scott)
χενόσιρις: ὁ, Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ κισσοῦ, «καὶ παρ’ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος» Πλούτ. 2. 365Ε.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
n. égypt. du lierre.
Étymologie: DELG h3n-isr « plante d’Osiris ».
Greek Monolingual
-ίριδος, ὁ, Α
αιγυπτιακή ονομασία του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h'-n-ỉsr «φυτό του Οσίριδος»].