ὑπονέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(6_3)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονέω''': [[ὑποκολυμβάω]], ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.
|lstext='''ὑπονέω''': [[ὑποκολυμβάω]], ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (Ι) «[[πλέω]], [[κολυμπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονέω Medium diacritics: ὑπονέω Low diacritics: υπονέω Capitals: ΥΠΟΝΕΩ
Transliteration A: hyponéō Transliteration B: hyponeō Transliteration C: yponeo Beta Code: u(pone/w

English (LSJ)

   A swim under, Arist.HA631a18, Ael.NA9.35; τοῖς φρυγάνοις ib.5.23:—Med., ὑπονησαμένη having dived under, passed under, Hp.Oss.18, as restored from Gal.19.149, cf. Erot.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Ggstz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέω: ὑποκολυμβάω, ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].