φιλανδρία: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> amour d’une femme pour les hommes;<br /><b>2</b> amour d’une femme pour son époux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλανδρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> amour d’une femme pour les hommes;<br /><b>2</b> amour d’une femme pour son époux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλανδρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[φίλανδρος]]<br /><b>1.</b> η [[αγάπη]] [[προς]] τον άνδρα, [[προς]] τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> η υπερβολική [[επιθυμία]] για ερωτική [[επαφή]] με άνδρα<br /><b>3.</b> συζυγική [[ζήλεια]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλανδρία Medium diacritics: φιλανδρία Low diacritics: φιλανδρία Capitals: ΦΙΛΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: philandría Transliteration B: philandria Transliteration C: filandria Beta Code: filandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love for a husband, Ph.2.36, Luc.Halc.2, IG5(1).1249 (Cyparissia), 14.1976, Lib.Or.29.14: pl., examples of wifely affection, App.BC4.36.    II wifely jealousy, E. Andr.229.    2 in later Gr. in bad sense, love of the male sex, Hermog. Id.2.5.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανδρία: ἡ, ἡ πρὸς ἄνδρα ἀγάπη, Εὐριπ. Ἀνδρ. 228. 2) ἡ πρὸς τὸν ἄνδρα, δηλ. τὸν σύζυγον ἀγάπη, Λουκ. Ἁλκ. 2. Ἀνθ. Π. παράρτημ. 313, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκ.) 497a, πρβλ. 642. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 amour d’une femme pour les hommes;
2 amour d’une femme pour son époux.
Étymologie: φίλανδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φίλανδρος
1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.)
2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα
3. συζυγική ζήλεια.