συνημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἵημι]]): only pl., compacts, Il. 22.261†. | |auten=([[ἵημι]]): only pl., compacts, Il. 22.261†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[συνήμων]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> επίσημη [[συμφωνία]], [[συνθήκη]]<br /><b>2.</b> [[οικειότητα]]<br /><b>3.</b> [[συγγένεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, in pl.,
A agreements, covenants, Il.22.261. II ties of friendship or relationship, A.R.1.300, 3.1105: sg., Thgn.284, as v.l. for φιλημοσύνῃ.
Greek (Liddell-Scott)
συνημοσύνη: ἡ, ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνίαι, συνθῆκαι, ὑποσχέσεις ἐπίσημοι, μή μοι... συνημοσύνας ἀγόρευε, «μή μοι περὶ συνθηκῶν διαλέγου» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 261· πρβλ. συνθεσία. ΙΙ. δεσμοὶ φιλίας ἢ συγγενείας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1105· ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεόγν. 284, μετὰ διαφ. γρ. φιλημοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 convention, engagement;
2 αἱ συνημοσύναι liens d’amitié.
Étymologie: συνήμων.
English (Autenrieth)
(ἵημι): only pl., compacts, Il. 22.261†.
Greek Monolingual
ἡ, Α συνήμων, -όνος]
1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη
2. οικειότητα
3. συγγένεια.