χείρωσις: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(6_8) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χείρωσις''': -εως, ἡ, τὸ χειροῦσθαι, ὑποτάσσειν, τῆς τοῦ Μήδου τε καὶ εὐνούχου χειρώσεως Πλάτ. Ἐπιστ. 7, 332Α. | |lstext='''χείρωσις''': -εως, ἡ, τὸ χειροῦσθαι, ὑποτάσσειν, τῆς τοῦ Μήδου τε καὶ εὐνούχου χειρώσεως Πλάτ. Ἐπιστ. 7, 332Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br />[[υποταγή]], [[καθυπόταξη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A subduing, Pl.Ep.332b, J.AJ18.9.3, D.C.53.7.
German (Pape)
[Seite 1348] εως, ἡ, das Ueberwältigen, Bezwingen, Plat. Ep. VII, 332 a u. Sp. wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
χείρωσις: -εως, ἡ, τὸ χειροῦσθαι, ὑποτάσσειν, τῆς τοῦ Μήδου τε καὶ εὐνούχου χειρώσεως Πλάτ. Ἐπιστ. 7, 332Α.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α [χειρῶ (II)]
υποταγή, καθυπόταξη.