χείρωσις
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
-εως, ἡ, subduing, Pl.Ep.332b, J.AJ18.9.3, D.C.53.7.
German (Pape)
[Seite 1348] εως, ἡ, das Überwältigen, Bezwingen, Plat. Ep. VII, 332 a u. Sp. wie D. Cass.
Russian (Dvoretsky)
χείρωσις: εως ἡ овладение, покорение (τοῦ Μήδου Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
χείρωσις: -εως, ἡ, τὸ χειροῦσθαι, ὑποτάσσειν, τῆς τοῦ Μήδου τε καὶ εὐνούχου χειρώσεως Πλάτ. Ἐπιστ. 7, 332Α.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α [χειρῶ (II)]
υποταγή, καθυπόταξη.