χαλιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλῐδοφόρος''': -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.
|lstext='''χᾰλῐδοφόρος''': -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />(για μετόχους σε βακχική [[πομπή]]) αυτός που κρατάει [[αγγείο]] με άκρατο οίνο, με ανέρωτο [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάλις]], -<i>ιος</i> «[[άκρατος]] [[οίνος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. <i>χαλιδο</i>-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐδοφόρος Medium diacritics: χαλιδοφόρος Low diacritics: χαλιδοφόρος Capitals: ΧΑΛΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: chalidophóros Transliteration B: chalidophoros Transliteration C: chalidoforos Beta Code: xalidofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (χάλις)

   A cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).

German (Pape)

[Seite 1328] = ἀκρατοφόρος, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐδοφόρος: -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, -ιος «άκρατος οίνος» + -φόρος, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. χαλιδο-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].