τοκαρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοκᾰρίδιον''': τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ [[τόκος]] ΙΙ. 2, Γλωσσ.
|lstext='''τοκᾰρίδιον''': τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ [[τόκος]] ΙΙ. 2, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μικρός]] [[τόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>αρ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκᾰρίδιον Medium diacritics: τοκαρίδιον Low diacritics: τοκαρίδιον Capitals: ΤΟΚΑΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: tokarídion Transliteration B: tokaridion Transliteration C: tokaridion Beta Code: tokari/dion

English (LSJ)

τό,

   A usurula, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, wie τοκάριον, dim. von τόκος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τοκᾰρίδιον: τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ τόκος ΙΙ. 2, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-αρ-ίδιον)].