φλιδών: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6_19) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλιδών''': -όνος, πτυχὴ ἢ [[ῥυτίς]], «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ. | |lstext='''φλιδών''': -όνος, πτυχὴ ἢ [[ῥυτίς]], «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλιδόνες<br />τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φλι</i>-<i>δ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φλίω]]), <b>πρβλ.</b> [[χλίδων]]: [[χλιδή]]: [[χλίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδόνες
τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω), πρβλ. χλίδων: χλιδή: χλίω.