σφετεριστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’approprie le bien d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s’approprie le bien d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [[σφετερίζομαι]]<br />αυτός που οικειοποιείται [[παράνομα]] [[ξένο]] [[πράγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.