φιλοτάραχος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_17) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιλοτάρᾰχος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, [[θορυβώδης]], φιλοτάραχον [[χρῆμα]] ὁ [[δῆμος]] Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ. | |lstext='''φιλοτάρᾰχος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, [[θορυβώδης]], φιλοτάραχον [[χρῆμα]] ὁ [[δῆμος]] Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοτάραχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι ταραχές<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί ταραχές, [[ταραχοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τάραχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ταραχή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[τάραχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A tumultuous, φ. χρῆμα ὁ δῆμος Men.Prot.p.66 D.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοτάρᾰχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, θορυβώδης, φιλοτάραχον χρῆμα ὁ δῆμος Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοτάραχος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι ταραχές
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυ-τάραχος.