τολύπευμα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_3) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ. | |lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[τολυπεύω]]<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A = τολύπη, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1126] τό, = τολύπη, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τολύπευμα: [ῠ], τό, = τολύπη, «τολύπευμα: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «τολύπευμα· κατασκευαστὸν ἔριον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α τολυπεύω
(κατά τον Φώτ.) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον».