τευθίς: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> calmar, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> sorte de pâtisserie.<br />'''Étymologie:''' [[τεῦθος]] -- DELG étym. obscure, pê substrat. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> calmar, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> sorte de pâtisserie.<br />'''Étymologie:''' [[τεῦθος]] -- DELG étym. obscure, pê substrat. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />(στα νεοελλ. [[λόγιος]] τ.) [[γένος]] κεφαλόποδων [[μαλακίων]] ένα [[είδος]] του οποίου [[είναι]] το κοινώς [[σήμερα]] γνωστό [[καλαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ζυμαρικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> τα τοπωνύμια <i>Τευθίς</i> στην Αρκαδία και <i>Τευθέα</i> στην Αχαΐα, [[καθώς]] και το ανδρων. <i>Τεῦθος</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο μυκην. <i>teuto</i>). Κατ' ἀλλη [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τον τ. [[τεύθριον]]. Για τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί <b>βλ. λ.</b> [[τεύθριον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A calamary or squid, Loligo vulgaris, Semon.15, Ar.Ach.1156,Eq.929,934, Thphr.Sign.40, Gal.6.769, etc.; cf. τεῦθος:— in Philox.2.13, τευθιάς, άδος, ἡ, II name of some sort of pastry, Iatrocl. ap. Ath.7.326e. [τευθῐς, ῐδος Ar. ll.cc., but also ῖδος, Ath.3.106c (s. v.l.).]
German (Pape)
[Seite 1101] ίδος, ἡ, eine Art Dintenfisch, der Kalamar, loligo; Ar. Ach. 1120 Equ. 926; comic. bei Ath. oft, s. VII, 326; Arist. H. A. 4, 1 u. sonst. Auch eine Art Backwerk. Iatrocles bei Ath. a. a. O. – [Nach Draco 15, 24 ist ι lang, aber in den vorhandenen Dichterstellen kurz; s. Ar. Equ. 936. 941 Ach. 1156; Opp. Hal. 1, 428.]
Greek (Liddell-Scott)
τευθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος μαλακίου, ὡς ἡ σηπία, loligo vul?aris, κοινῶς «καλαμάρι», ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἀποτελεῖ εὐάρεστον ἔδεσμα παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1156, Ἱππ. 929, 934, κλπ., πρβλ. τεῦθος· - παρὰ Φιλοξ 2. 13, ὁ Bgk. ἀναγινώσκει τευθιάς, άδος, ή. ΙΙ. ὄνομα εἴδους τινὸς ζυμαρικοῦ («πέμμα πλακουντῶδες» καθ’ Ἡσύχ.), Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 326E. [τευθῐς, ῐδος Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ καὶ ῑδος, Δράκων 15. 24, Ἀθήν. 106C]. - Περὶ τευθίδος ἴδε Ξενοκρ. Κοραῆ σ. 15, 40, 43, 57, 68, 152, 194, 195.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 calmar, poisson;
2 sorte de pâtisserie.
Étymologie: τεῦθος -- DELG étym. obscure, pê substrat.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
(στα νεοελλ. λόγιος τ.) γένος κεφαλόποδων μαλακίων ένα είδος του οποίου είναι το κοινώς σήμερα γνωστό καλαμάρι
αρχ.
είδος ζυμαρικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. τα τοπωνύμια Τευθίς στην Αρκαδία και Τευθέα στην Αχαΐα, καθώς και το ανδρων. Τεῦθος, που αντιστοιχεί πιθ. στο μυκην. teuto). Κατ' ἀλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τον τ. τεύθριον. Για τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί βλ. λ. τεύθριον.