χιλιαρχία: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chiliarque;<br /><b>2</b> fonction de tribun militaire <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chiliarque;<br /><b>2</b> fonction de tribun militaire <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χιλίαρχος]]<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του χιλιαρχου<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] χιλίων, [[περίπου]], [[ανδρών]] που διοικούσε [[χιλίαρχος]] (α. «μέ στείλανε... με τη [[χιλιαρχία]] του Τζαβέλλα», Βλαχογ.<br />β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περσική στρατιωτική [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χιλιετηρίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXXNu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς 11).
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.