φιλομίσως: Difference between revisions
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(6_3) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλομίσως''': [ῑ], ἐπίρρ. [[μετὰ]] μεγάλου μίσους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φιλαπεχθημόνως. | |lstext='''φῐλομίσως''': [ῑ], ἐπίρρ. [[μετὰ]] μεγάλου μίσους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φιλαπεχθημόνως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με μεγάλο [[μίσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. [[φιλόμισος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μισος]] [<span style="color: red;"><</span> [[μῖσος]], <b>πρβλ.</b> <i>φανερό</i>-[[μισος]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
[μῑ], Adv.
A with hearty hatred, Hsch. s.v. φιλαπεχθημόνως.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομίσως: [ῑ], ἐπίρρ. μετὰ μεγάλου μίσους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φιλαπεχθημόνως.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. φιλόμισος (< φιλ(ο)- + -μισος [< μῖσος, πρβλ. φανερό-μισος) + επιρρμ. κατάλ. -ως].