φρουράρχης: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρουράρχης''': -ου, ὁ, = [[φρούραρχος]], Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. | |lstext='''φρουράρχης''': -ου, ὁ, = [[φρούραρχος]], Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[φρούραρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[φρούραρχος]] [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φρούραρχος, Them.Or.10.136b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, = φρούραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
φρουράρχης: -ου, ὁ, = φρούραρχος, Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
φρούραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φρούραρχος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].