συνορίζω: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(6_13a) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνορίζω''': μέλλ. -ίσω. [[ὁρίζω]], [[περιορίζω]] ἢ [[περιλαμβάνω]] ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = [[συνορέω]], συνορεύω, εἶμαι [[ὅμορος]], τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4. | |lstext='''συνορίζω''': μέλλ. -ίσω. [[ὁρίζω]], [[περιορίζω]] ἢ [[περιλαμβάνω]] ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = [[συνορέω]], συνορεύω, εἶμαι [[ὅμορος]], τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ὁρίζω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συνορίζομαι]]<br />[[στοιχηματίζω]] («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] στα [[ίδια]] όρια, [[περιορίζω]]<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συνορεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[δέχομαι]] ως [[σύνορο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:— Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9. 2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.). 3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55. II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.
Greek (Liddell-Scott)
συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζω ἢ περιλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.
Greek Monolingual
ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.