ὑπεραναβαίνω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_3) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445. | |lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[υπερβαίνω]], [[περνώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεραναβεβηκὸς [[κριτήριον]]» — υπέρτατο, ανώτατο [[κριτήριο]] (Σέξτ. Εμπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53. 2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172. II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).