συντελής: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />membre d’une association de contribuables (v. [[συντέλεια]]) payant la taxe en commun ; <i>fig.</i> qui expie avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέλος]]. | |btext=ής, ές :<br />membre d’une association de contribuables (v. [[συντέλεια]]) payant la taxe en commun ; <i>fig.</i> qui expie avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τέλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν [[πόλεων]] Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πληρώνει [[φόρο]] σε κάποιον, που [[είναι]] φόρου [[υποτελής]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> αυτός που συνεργεί σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> συνδεδεμένος με κάποιον ή με [[κάτι]] («Πάρις γὰρ [[οὔτε]] συντελὴς [[πόλις]] ἐξεύχεται τὸ δρᾱμα τοῡ πάθους [[πλέον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τὸ παρῳχημένον και συντελὲς τοῡ χρόνου» — το [[διάστημα]] εκείνο του χρόνου που έχει παρέλθει (Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-<i>τελής</i>, <i>ὑπο</i>-<i>τελής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, and συντελ-ής, ές,
A joining in the payment of taxes, etc., contributor, Antipho Fr.56; ἕκτος καὶ δέκατος σ. D.18.104; οὐδὲ τριηράρχους ἔτ' ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς ibid.; διακοσίους καὶ χιλίους πεποιήκατε σ. Id.21.155, cf. Poll.8.156; σ. τινός with another, IG22.1631.525, al.: c. dat., αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν ib.12.214.24: metaph., Πάρις... οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, A.Ag.532; θεοὺς τοὺς συμβώμους καὶ σ. Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.). II generally, contributory, ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Arist. PA674a22: cf. συντελέω 11.2. III united to a state, Σηλυμβρίαν ὡς αὑτοὺς συντελῆ ποιεῖν D.15.26; οἱ συντελεῖς Aristid.1.141 J. IV τὸ παρῳχημένον καὶ σ. τοῦ χρόνου past and completed time, opp. παράτασις, A.D.Synt.252.9.
Greek (Liddell-Scott)
συντελής: ὁ, ἡ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ τελῶν, πληρώνων φόρους, συνεισφέρων εἰς πληρωμήν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· ἕκτος καὶ δέκατος σ. Δημ. 261· 3· συντελεῖς αὐτόθι 5. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐτὴν συντέλειαν (ΙΙ) ἢ σύλλογον, ὁ αὐτ. 564. 27, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 156· σ. τινος, μετά τινος ἄλλου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkund. σελ. 547, 550 κἑξ.· ― μεταφ., [[[οὔτε]]] Πάρις..., οὔτε σ. πόλις, οὔτε ὁ Πάρις... οὔτε ἡ μετ’ αὐτοῦ συνδεδεμένη πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 532. ΙΙ. καθόλου, συνεργῶν μετά τινος, ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 3, πρβλ. συντελέω ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ πληρώνων φόρον εἰς ἕτερον, ὑποτελής, πόλιν εἰς αὐτοὺς συντελῆ ποιεῖν Δημ. 198. 15· οἱ συντελεῖς Ἀριστείδ. 1. 141, πρβλ. συντελέω ΙΙΙ 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
membre d’une association de contribuables (v. συντέλεια) payant la taxe en commun ; fig. qui expie avec.
Étymologie: σύν, τέλος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.)
2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον
3. αυτός που συνεργεί σε κάτι
4. μτφ. συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται τὸ δρᾱμα τοῡ πάθους πλέον», Αισχύλ.)
5. φρ. «τὸ παρῳχημένον και συντελὲς τοῡ χρόνου» — το διάστημα εκείνο του χρόνου που έχει παρέλθει (Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δια-τελής, ὑπο-τελής].