φίλυβρις: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλυβρις''': ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὑβριστικὸν τρόπον, τὸν ἀκόλαστον βίον, Κράτης παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492. | |lstext='''φίλυβρις''': ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὑβριστικὸν τρόπον, τὸν ἀκόλαστον βίον, Κράτης παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύβριος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που του αρέσει ο [[ακόλαστος]] [[βίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὕβρις]] (<b>πρβλ.</b> <i>μίσ</i>-<i>υβρις</i>, <i>παύσ</i>-<i>υβρις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[φῐ], ὁ, ἡ,
A fond of wanton violence, Crates Theb.5a.
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ, ἡ, zum Uebermuth geneigt, gern Frevel verübend, Crates bei Clem. Al. strom. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
φίλυβρις: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὑβριστικὸν τρόπον, τὸν ἀκόλαστον βίον, Κράτης παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492.
Greek Monolingual
-ύβριος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που του αρέσει ο ακόλαστος βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὕβρις (πρβλ. μίσ-υβρις, παύσ-υβρις)].