υἱόθετος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_15)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''υἱόθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ υἱοθετηθείς, υἱὸς [[θετός]], Κλήμ. Ἀλ. 977, Θωμ. Μάγιστρ. 362.
|lstext='''υἱόθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ υἱοθετηθείς, υἱὸς [[θετός]], Κλήμ. Ἀλ. 977, Θωμ. Μάγιστρ. 362.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[υἱόθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />υιοθετημένος, [[θετός]] [[γιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από [[υἱοθεσία]]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: υἱόθετος Medium diacritics: υἱόθετος Low diacritics: υιόθετος Capitals: ΥΙΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: hyióthetos Transliteration B: huiothetos Transliteration C: yiothetos Beta Code: ui(o/qetos

English (LSJ)

ον, v. l. υἱοθετός,

   A adopted as a son, Thom.Mag.p.362R.; dat. written ϝοθετω in Supp.Epigr.6.624 (Pisidia).

German (Pape)

[Seite 1176] zum Sohne angenommen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

υἱόθετος: -ον, (τίθημι) ὁ υἱοθετηθείς, υἱὸς θετός, Κλήμ. Ἀλ. 977, Θωμ. Μάγιστρ. 362.

Greek Monolingual

-η, -ο/ υἱόθετος, -ον, ΝΜΑ
υιοθετημένος, θετός γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από υἱοθεσία].