συοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_18) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27. | |lstext='''συοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i>, <i>συός</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-[[κτόνος]], <i>χοιρο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.
Greek (Liddell-Scott)
συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, χοιρο-κτόνος.