Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροχοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(6_10)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχοπέδη''': ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ [[κίνησις]] τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ [[ἐποχεύς]].
|lstext='''τροχοπέδη''': ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ [[κίνησις]] τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ [[ἐποχεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ιστο</i>-[[πέδη]])].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοπέδη Medium diacritics: τροχοπέδη Low diacritics: τροχοπέδη Capitals: ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ
Transliteration A: trochopédē Transliteration B: trochopedē Transliteration C: trochopedi Beta Code: troxope/dh

English (LSJ)

ἡ,

   A the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστο-πέδη)].