ὑποπίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποπίομαι, <i>pf.</i> ὑποπέπωκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> boire modérément;<br /><b>2</b> boire fréquemment ; s’enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίνω]].
|btext=<i>f.</i> ὑποπίομαι, <i>pf.</i> ὑποπέπωκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> boire modérément;<br /><b>2</b> boire fréquemment ; s’enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πίνω]]<br /><b>1.</b> [[πίνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[πίνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] και για πολλή ώρα ως [[επιδόρπιο]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>ὑποπεπωκώς</i><br />[[ελαφρώς]] μεθυσμένος.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίνω Medium diacritics: ὑποπίνω Low diacritics: υποπίνω Capitals: ΥΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: hypopínō Transliteration B: hypopinō Transliteration C: ypopino Beta Code: u(popi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink a little, drink moderately, μηκέθ' οὕτω . . Σκυθικὴν πόσιν . . μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Anacr.63.11; ὑποπεπώκαμεν Ar.Fr.496; μετρίως ὑ. Pl.R.372d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex.286, cf. Antiph.271.    2 drink at dessert, Ar.Av.494 (anap.), Pherecr.153.5 (hex.), X.Cyr.8.4.9, etc.    3 ὑποπεπωκώς rather tipsy, Ar.Pax874, Lys.395, X.An.7.3.29.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίνω), ein wenig od. allmälig trinken, dah. auch lange forttrinken, sich berauschen; Plat. Lys. 223 b; Xen. Cyr. 8, 4,9; Ar. Av. 497; ὑποπεπωκυῖα Lys. 395, wo der Schol. es durch μεθύσκεσθαι erkl.; ἤδη γὰρ ὑποπεπωκὼς ἔτυχεν, er war schon etwas angetrunken, Xen. An. 7, 2,29; Hell. 5, 4,40 u. öfter; vgl. Mehlhorn zu Anacr. 61, 11; dazu trinken, μετρίως Plat. Rep. II, 372 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω ὀλίγον, πίνω μετρίως πως, (δηλ. οἶνον), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) πίνω βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπίομαι, pf. ὑποπέπωκα, etc.
1 boire modérément;
2 boire fréquemment ; s’enivrer.
Étymologie: ὑπό, πίνω.

Greek Monolingual

Α πίνω
1. πίνω λίγο
2. πίνω σιγά σιγά και για πολλή ώρα ως επιδόρπιο
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑποπεπωκώς
ελαφρώς μεθυσμένος.