τετράχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_3) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράχειρ''': [ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας χεῖρας, Ζηνόβ. 1. 54. | |lstext='''τετράχειρ''': [ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας χεῖρας, Ζηνόβ. 1. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ειρος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>ἡ</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑκατόγ</i>-[[χειρ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ,
A four-handed, of Apollo, IG5(1).259 (Sparta), Zen.1.54, Lib.Or.11.204, Hsch. s.v. κυνακίας.
German (Pape)
[Seite 1100] χειρος, ὁ, ἡ, vierhändig, Sp.; nach Zenob. 1, 54 Apollo in Lacedämon.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχειρ: [ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας χεῖρας, Ζηνόβ. 1. 54.
Greek Monolingual
-ειρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγ-χειρ].