φυσίζοος: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie, nourricier, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]], [[ζωή]]. | |btext=ος, ον :<br />qui donne la vie, nourricier, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]], [[ζωή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για τη γη) [[παραγωγικός]], [[ιδίως]] αυτός που παράγει [[σιτάρι]] («[[φυσίζοος]] αἶα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῡ</i>- του <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ζοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζειά]] «[[είδος]] σιταριού», <b>βλ. λ.</b> [[ζειά]]). Ο τ. συνδέεται [[συχνά]], παρετυμολογικώς, με τις λ. <i>ζωή</i>, <i>ζῶ</i> (<b>βλ.</b> και [[φυσίζωος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, as epith. of earth, prob.
A producing ζέα, αἶα Il.3.243, Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; γῆ Il.21.63; but reinterpreted as from ζωή (ζόη), producing life, φυσιζόου . . γένος Ζηνός prob. in A. Supp.584 (lyr., φυσίζοον cod.M); φ. ὕδωρ AP9.383.12; ἀήρ Tryph. 77, etc.
German (Pape)
[Seite 1318] Leben erzeugend, hervorbringend, belebend; αἶα, γῆ, Il. 3, 243. 21, 63 Od. 11, 301; γένος Aesch. Suppl. 579; Orak. bei Her. 1, 67; sp. D., πηγή Claudian. ep. (I, 19), ὕδωρ Menses Aegypt. (IX, 383).
Greek (Liddell-Scott)
φῡσίζοος: -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε φυσίζοος αἷα, «ἤτοι τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. ὕδωρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie, nourricier, fécond.
Étymologie: φύω, ζωή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για τη γη) παραγωγικός, ιδίως αυτός που παράγει σιτάρι («φυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. φῡ- του φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω) + -ζοος (< ζειά «είδος σιταριού», βλ. λ. ζειά). Ο τ. συνδέεται συχνά, παρετυμολογικώς, με τις λ. ζωή, ζῶ (βλ. και φυσίζωος)].