τανύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, [[τεράστιος]], [[πελώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλευρος Medium diacritics: τανύπλευρος Low diacritics: τανύπλευρος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýpleuros Transliteration B: tanypleuros Transliteration C: tanyplevros Beta Code: tanu/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].