συνεπίσταμαι: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=savoir avec :<br /><b>1</b> être dans le secret de, acc.;<br /><b>2</b> avoir conscience de ; <i>avec un part. au dat.</i> : avoir conscience que qqn….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπίσταμαι]]. | |btext=savoir avec :<br /><b>1</b> être dans le secret de, acc.;<br /><b>2</b> avoir conscience de ; <i>avec un part. au dat.</i> : avoir conscience que qqn….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπίσταμαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] πολύ καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]] κάποιου πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] πολύ καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]] κάποιου πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=ΜΑ [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] πολύ καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]] κάποιου πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be privy to, τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19; ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21; σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι σ. Id.VH2.31, cf. Cal. 9; ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27. 2 know perfectly well or fully, πολλάκις ἑώρακα . . τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg.821c; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE177a27.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπίσταμαι: ἀποθ., γινώσκω καλῶς μετά τινος, μετέχω τῶν μυστικῶν αὐτοῦ, τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω καλῶς, τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.
French (Bailly abrégé)
savoir avec :
1 être dans le secret de, acc.;
2 avoir conscience de ; avec un part. au dat. : avoir conscience que qqn….
Étymologie: σύν, ἐπίσταμαι.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.