ὑπερασπισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
(6_15) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερασπισμός''': ὁ, τὸ ὑπερασπίζειν τινά, [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 35, κ. ἀλλ.). | |lstext='''ὑπερασπισμός''': ὁ, τὸ ὑπερασπίζειν τινά, [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 35, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ὑπερασπίζω]]<br />[[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («τὸν ὑπερασπισμόν, ὃν ὑπερήσπιζεν αὐτοῡ ὁ Θεός», Ωριγ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a covering with a shield, protection, LXXPs.17(18).36, al.
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, Bedeckung mit dem Schilde, Beschützung (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπισμός: ὁ, τὸ ὑπερασπίζειν τινά, ὑπεράσπισις, προστασία, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 35, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ὑπερασπίζω
υπεράσπιση, προστασία («τὸν ὑπερασπισμόν, ὃν ὑπερήσπιζεν αὐτοῡ ὁ Θεός», Ωριγ.).