τειχοποιός: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui construit un rempart ; [[οἱ]] τειχοποιοί <i>à Athènes</i> inspecteurs <i>ou</i> directeurs des fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[ποιέω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui construit un rempart ; [[οἱ]] τειχοποιοί <i>à Athènes</i> inspecteurs <i>ou</i> directeurs des fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τειχοπόης]] Α<br />αυτός που χτίζει τείχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ τειχοποιοί</i><br />οι υπεύθυνοι για τη [[συντήρηση]] τών τειχών άρχοντες της πόλεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A builder of walls or forts, Lyc.617, Luc.Salt.41, Poll. 1.161. II οἱ τ. at Athens and elsewhere, officers chosen to repair the city-walls, IG12.343.90 (prob.), 22.1660, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzicus, iv B.C.), Docum. ap. D.18.55, Aeschin.3.24, Arist.Pol.1321b26, SIG577.82 (Milet., iii/ii B.C.):—also τειχοποι-πόης, acc. pl. -πόας, ib.273.30 (ibid., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1081] Mauern machend, Befestigungswerke errichtend, Luc. de salt. 41. – In Athen eine obrigkeitliche Person, der die Aufsicht über die Erhaltung und Ausbesserung der Stadtmauern oblag, Dem. 18, 55 u. öfter, wofür ib. 118 steht ἐπιμελητὴς τῆς τῶν τειχῶν ἐπισκευῆς; ἄρχων τὴν τῶν τειχοποιῶν ἀρχήν Aesch. 3, 24.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοποιός: -όν, ὁ κτίζων τείχη ἢ ὀχυρώματα, Λυκόφρ. 617, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 41, Πολυδ. Α΄, 161. ΙΙ. οἱ τειχοποιοί, ἐν Ἀθήναις ἦσαν ἄρχοντες ἐκλεγόμενοι ὅπως φροντίζωσι περὶ τῆς επισκευῆς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως, Δημ. 243. 26, Αἰσχίν. 57. 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui construit un rempart ; οἱ τειχοποιοί à Athènes inspecteurs ou directeurs des fortifications.
Étymologie: τεῖχος, ποιέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τειχοπόης Α
αυτός που χτίζει τείχη
αρχ.
στον πληθ. οἱ τειχοποιοί
οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση τών τειχών άρχοντες της πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ποιός].