ὑποτυπωτικός: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_11) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτῠπωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, [[περιληπτικός]], [[ἐπίτομος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 2. 1. | |lstext='''ὑποτῠπωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, [[περιληπτικός]], [[ἐπίτομος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 2. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑποτυπῶ]]<br />πολύ [[συνοπτικός]], [[περιληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτυπωτικῶς</i> Α<br />περιληπτικά, συνοπτικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A by way of outline, compendious, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.P.1.239. Adv. -κῶς ib.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῠπωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, περιληπτικός, ἐπίτομος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 2. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑποτυπῶ
πολύ συνοπτικός, περιληπτικός.
επίρρ...
ὑποτυπωτικῶς Α
περιληπτικά, συνοπτικά.