ὑποτυπωτικός
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, by way of outline, compendious, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.P.1.239. Adv. ὑποτυπωτικῶς ib.2.1.
German (Pape)
ή, όν, im Umrisse, kompendiarisch, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.Emp. pyrrh. 1.239.
• Adv., καὶ συντόμως ib. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτῠπωτικός: общий, эскизный, суммарный (τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῠπωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, περιληπτικός, ἐπίτομος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 2. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑποτυπῶ
πολύ συνοπτικός, περιληπτικός.
επίρρ...
ὑποτυπωτικῶς Α
περιληπτικά, συνοπτικά.