χολαίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χολαίνω''': [[χολάω]], Αἰσώπου Μῦθοι 197, ἔκδ. Κοραῆ σ. 369, Τζέτζ. 2, 570(;).
|lstext='''χολαίνω''': [[χολάω]], Αἰσώπου Μῦθοι 197, ἔκδ. Κοραῆ σ. 369, Τζέτζ. 2, 570(;).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[υστερώ]], [[είμαι]] [[μειονεκτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. [[αντί]] του <i>χολῶ</i>, -<i>άω</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολαίνω Medium diacritics: χολαίνω Low diacritics: χολαίνω Capitals: ΧΟΛΑΙΝΩ
Transliteration A: cholaínō Transliteration B: cholainō Transliteration C: cholaino Beta Code: xolai/nw

English (LSJ)

   A = χολάω, v.l. in Aesop.184 (ii p.263 Chambry).

German (Pape)

[Seite 1362] = χολάω, Aesop. fab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χολαίνω: χολάω, Αἰσώπου Μῦθοι 197, ἔκδ. Κοραῆ σ. 369, Τζέτζ. 2, 570(;).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. υστερώ, είμαι μειονεκτικός
2. είμαι οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. αντί του χολῶ, -άω, κατά τα ρ. σε -αίνω].