τρυγῳδία: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(6_9) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγῳδία''': ἡ, = [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296. | |lstext='''τρῠγῳδία''': ἡ, = [[κωμῳδία]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[τρυγῳδός]]<br />κωμική λ. [[αντί]] της λ. [[κωμῳδία]] ή [[επειδή]] οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με [[τρυγία]] ή [[επειδή]] νέο, αδιήθητο [[κρασί]], δινόταν ως [[βραβείο]] στους νικητές ή, [[τέλος]], [[επειδή]] οι παραστάσεις γίνονταν την [[εποχή]] του τρύγου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with
A lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.
Greek Monolingual
ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.