τειχεσιπλήτης: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455. | |auten=stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (πελάζω) only in voc. -πλῆτα,
A approacher of walls, i.e. stormer of cities, epith. of Ares, Il.5.31,455 (where -βλῆτα was read by Zenod. etc.): cf. δασπλῆτις.
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.
Greek (Liddell-Scott)
τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 (ἔνθα -βλήτης εἶναι πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει κριὸς τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. δασπλῆτις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
French (Bailly abrégé)
seul. voc. τειχεσιπλῆτα;
qui s’approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).
Étymologie: τεῖχος, πελάω.
English (Autenrieth)
stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + -πλήτης (< θ. πλητ-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ- του πέλας + κατάλ. -της)].