σφίγμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφίγμα''': τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. [[συμπίεσις]] διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α. | |lstext='''σφίγμα''': τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. [[συμπίεσις]] διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῡτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A jamming in a machine, Hero Aut.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῡτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).