σφίγμα

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφίγμα Medium diacritics: σφίγμα Low diacritics: σφίγμα Capitals: ΣΦΙΓΜΑ
Transliteration A: sphígma Transliteration B: sphigma Transliteration C: sfigma Beta Code: sfi/gma

English (LSJ)

-ατος, τό, jamming in a machine, Hero Aut.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανήἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).

German (Pape)

τό,
1 das Zugeschnürte, Festgebundene.
2 das Schnüren, Drücken, Pressen, Reiben an Maschinen, Math. vett.