σωμασκίας: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6_19)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]».
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το [[σώμα]] του, που ασχολείται με τον αθλητισμό<br /><b>2.</b> [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωμασκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεαν</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκίας Medium diacritics: σωμασκίας Low diacritics: σωμασκίας Capitals: ΣΩΜΑΣΚΙΑΣ
Transliteration A: sōmaskías Transliteration B: sōmaskias Transliteration C: somaskias Beta Code: swmaski/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].