τανήλοφος: Difference between revisions
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(6_17) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰνήλοφος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ. | |lstext='''τᾰνήλοφος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που έχει μακρύ λαιμό ή αυτός που έχει ψηλή [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. πιθ. [[αντί]] του τ. <i>τανύλοφος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A long-necked, with a long dome or top, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1067] mit langem Halse, langer Kuppe, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνήλοφος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μακρύ λαιμό ή αυτός που έχει ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πιθ. αντί του τ. τανύλοφος).