Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφονδυλίων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_2)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφονδυλίων''': [[μυελός]], ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ἡ [[λέξις]] αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς [[αὖτε]] [[σφονδυλίων]] ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ [[τράχηλος]], οὓς [[Ὅμηρος]] ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» [[Πολυδ]]. Β΄, 130.
|lstext='''σφονδυλίων''': [[μυελός]], ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ἡ [[λέξις]] αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς [[αὖτε]] [[σφονδυλίων]] ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ [[τράχηλος]], οὓς [[Ὅμηρος]] ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» [[Πολυδ]]. Β΄, 130.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[μυελός]]) <b>πιθ.</b> ο [[μυελός]] της σπονδυλικής στήλης, ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφόνδυλος]] / [[σπόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ακανθ</i>-<i>ίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδυλίων Medium diacritics: σφονδυλίων Low diacritics: σφονδυλίων Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΙΩΝ
Transliteration A: sphondylíōn Transliteration B: sphondyliōn Transliteration C: sfondylion Beta Code: sfonduli/wn

English (LSJ)

μυελός, ὁ,

   A spinal marrow (suggested by a misunderstanding of Il.20.483), Poll.2.130.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδυλίων: μυελός, ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ ῥαχίτης μυελὸς (ἡ λέξις αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ τράχηλος, οὓς Ὅμηρος ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» Πολυδ. Β΄, 130.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός της σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα -ίων (πρβλ. ακανθ-ίων)].