τανύσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux chevilles allongées, aux jambes fines.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux chevilles allongées, aux jambes fines.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[σφυρόν]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[τανίσφυρος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[μακριά]] και λεπτά σφυρά ή [[μακριά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[πόδι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λευχό</i>-<i>σφνρος</i>. Ο τ. [[τανίσφυρος]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] [[κατά]] το <i>καλλί</i>-<i>σφυρος</i>, [[είτε]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύσφῠρος Medium diacritics: τανύσφυρος Low diacritics: τανύσφυρος Capitals: ΤΑΝΥΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýsphyros Transliteration B: tanysphyros Transliteration C: tanysfyros Beta Code: tanu/sfuros

English (LSJ)

ον,

   A with long taper ankles or feet, θυγάτηρ h.Cer.2, cf. 77; Ὠκεανῖναι Hes.Th.364, cf. Sc.35.

German (Pape)

[Seite 1068] mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; θυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, καλλίσφυρος, θυγάτηρ, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevilles allongées, aux jambes fines.
Étymologie: τανύω, σφυρόν.

Greek Monolingual

και τανίσφυρος, -ον, Α
αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό-σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί-σφυρος, είτε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-].