τομεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(6_21) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τομεῖον''': τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «[[τομεῖον]], τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν [[ἐργαλεῖον]] δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580. | |lstext='''τομεῖον''': τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «[[τομεῖον]], τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν [[ἐργαλεῖον]] δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[τομεύς]]<br />[[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]] («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, = sq. 1.3, Hp. ap. Gal.19.146.
German (Pape)
[Seite 1127] τό, = τομεύς 2, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τομεῖον: τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580.
Greek Monolingual
τὸ, Α τομεύς
λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).