ὑαλόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui a la couleur du verre.<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />qui a la couleur du verre.<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]], [[χρόα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>χρους</i>).
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλόχρους Medium diacritics: ὑαλόχρους Low diacritics: υαλόχρους Capitals: ΥΑΛΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: hyalóchrous Transliteration B: hyalochrous Transliteration C: yalochrous Beta Code: u(alo/xrous

English (LSJ)

ουν,

   A glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a la couleur du verre.
Étymologie: ὕαλος, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους).