τυροτάριχος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_20)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροτάρῑχος''': -ους, τό, [[ἔδεσμα]] ἐκ τυροῦ καὶ παστῶν ἰχθύων, Λατ. tyrotarichum, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 8α, κλπ.
|lstext='''τῡροτάρῑχος''': -ους, τό, [[ἔδεσμα]] ἐκ τυροῦ καὶ παστῶν ἰχθύων, Λατ. tyrotarichum, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 8α, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-αρίχους, τὸ, Α<br />[[φαγητό]] από [[τυρί]] και παστά ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[τάριχος]] «παστό [[ψάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροτάρῑχος Medium diacritics: τυροτάριχος Low diacritics: τυροτάριχος Capitals: ΤΥΡΟΤΑΡΙΧΟΣ
Transliteration A: tyrotárichos Transliteration B: tyrotarichos Transliteration C: tyrotarichos Beta Code: turota/rixos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A a dish of cheese and salt fish, in Lat. form tyrotarichum, Cic.Att.4.8.1, Fam.9.16.7.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροτάρῑχος: -ους, τό, ἔδεσμα ἐκ τυροῦ καὶ παστῶν ἰχθύων, Λατ. tyrotarichum, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 8α, κλπ.

Greek Monolingual

-αρίχους, τὸ, Α
φαγητό από τυρί και παστά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τάριχος «παστό ψάρι»].