ὑπενδύω: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_1) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπενδύω''': [[ἐνδύω]] [[κάτωθεν]], ἐσωτερικῶς, ὑπενέδυσ’ ἐρραμμέν’ αὐτὴν Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ― Μέσ., ὑπ. τῷ θώρακι χιτῶνα Δημόφιλ. Πυθαγ. § 31. ― Παθ., ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας, ἐνδεδυμένοι χιτῶνας ὑπὸ (τὸν ὁπλισμόν), Πλουτ. Αἰμίλ. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. 2. 595Ε. | |lstext='''ὑπενδύω''': [[ἐνδύω]] [[κάτωθεν]], ἐσωτερικῶς, ὑπενέδυσ’ ἐρραμμέν’ αὐτὴν Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ― Μέσ., ὑπ. τῷ θώρακι χιτῶνα Δημόφιλ. Πυθαγ. § 31. ― Παθ., ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας, ἐνδεδυμένοι χιτῶνας ὑπὸ (τὸν ὁπλισμόν), Πλουτ. Αἰμίλ. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. 2. 595Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπενδύω]] ΝΜΑ [[ἐνδύω]]<br />[[ντύνω]] εσωτερικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επενδύω]] εσωτερικά, [[φοδράρω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ντύνω]] από [[μέσα]], [[φορώ]] εσωτερικά, [[ντύνω]] από [[κάτω]] (α. «ὑπενέδυσ' ἐρραμέν' αὑτήν», Άλεξ.<br />β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A put on underneath, ὑπενέδυσ' ἐρραμμέν' αὐτήν Alex.98.11 (troch.):—Med., ὑ. τῷ θώρακι χιτῶνα Demoph.Sim.31:—Pass., ὁπλισμῷ ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας having tunics on under, Plu.Aem.18, cf. Id.2.595e.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. δύω), unten anziehen; ὑπενέδυσ' ἐῤῥαμμέν' αὐτήν (ἰσχία) Alexis bei Ath. XIII, 568 b; ὑπενδεδυμένοι θώρακα Plut. gen. Socr. 27; χιτῶνας Aem. Paull. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδύω: ἐνδύω κάτωθεν, ἐσωτερικῶς, ὑπενέδυσ’ ἐρραμμέν’ αὐτὴν Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ― Μέσ., ὑπ. τῷ θώρακι χιτῶνα Δημόφιλ. Πυθαγ. § 31. ― Παθ., ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας, ἐνδεδυμένοι χιτῶνας ὑπὸ (τὸν ὁπλισμόν), Πλουτ. Αἰμίλ. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. 2. 595Ε.
Greek Monolingual
ὑπενδύω ΝΜΑ ἐνδύω
ντύνω εσωτερικά
νεοελλ.
επενδύω εσωτερικά, φοδράρω
μσν.-αρχ.
ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ' ἐρραμέν' αὑτήν», Άλεξ.
β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.).