Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑμενοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμενοειδής''': [ῠ], ές, [[ὅμοιος]] ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. [[ὑμενώδης]].
|lstext='''ὑμενοειδής''': [ῠ], ές, [[ὅμοιος]] ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. [[ὑμενώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑμενοειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που μοιάζει με υμένα ως [[προς]] τη [[φύση]] ή την [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμενοειδής Medium diacritics: ὑμενοειδής Low diacritics: υμενοειδής Capitals: ΥΜΕΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: hymenoeidḗs Transliteration B: hymenoeidēs Transliteration C: ymenoeidis Beta Code: u(menoeidh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές,

   A membranaceous, Hp.Mul.1.11, Epid.2.2.17, Arist.HA519b13, Dsc.1.106; cf. ὑμενώδης.

German (Pape)

[Seite 1178] ές, hautartig, häutig; Hippocr.; Arist. H. A. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμενοειδής: [ῠ], ές, ὅμοιος ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. ὑμενώδης.

Greek Monolingual

-ές / ὑμενοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με υμένα ως προς τη φύση ή την μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -ειδής].