ὑπόχρυσος: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />couvert d’or, très riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρυσός]]. | |btext=ος, ον :<br />couvert d’or, très riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρυσός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόχρυσος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επίχρυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρυσίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ [[ὑπόχρυσος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> ο υπερβολικά [[πλούσιος]] («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χρυσος</i>, [[περί]]-<i>χρυσος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing a mixture or proportion of gold, γῆ Poll.3.87: metaph. of persons, Pl.R.415c; cf. ὑπάργυρος, etc. II laden with gold, very rich, ἔμπορος Hld.2.8; νεανίσκος 'gilded youth', Luc.Tox.16. III gleaming with gold, μῆλα Philostr.Im.1.31; gilded, Men.Epit.170; [δακτυλίους] σιδηροῦς ὑ. Inscr.Délos 298.33 (iii B. C.); κονδύλιον ὑ. ib.442 B61 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1240] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μῖγμα ἢ μέρος χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· νεανίσκος Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑπο-σίδηρος, -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, ἔμπορος Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d’or, très riche.
Étymologie: ὑπό, χρυσός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόχρυσος, -ον, ΝΑ
1. επίχρυσος
2. αυτός που χρυσίζει
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.)
2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρυσός (πρβλ. ἐπί-χρυσος, περί-χρυσος)].